- εκβολιμος
- ἐκβόλιμοςἐκ-βόλιμος21) недоношенный
(ἔμβρυον Arst.)
2) негодный, нелепый(ἐ. καὴ διημαρτημένος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔμβρυον Arst.)
(ἐ. καὴ διημαρτημένος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκβόλιμος — ἐκβόλιμος, ον (Α) 1. αυτός που αποβλήθηκε 2. μάταιος, επιπόλαιος 3. απόβλητος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμον παιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε … Dictionary of Greek
ἐκβόλιμος — thrown out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλιμον — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem acc sg ἐκβόλιμος thrown out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολίμοις — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλιμοι — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)