εκβολιμος

εκβολιμος
    ἐκβόλιμος
    ἐκ-βόλιμος
    2
    1) недоношенный
    

(ἔμβρυον Arst.)

    2) негодный, нелепый
    

(ἐ. καὴ διημαρτημένος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκβολιμος" в других словарях:

  • εκβόλιμος — ἐκβόλιμος, ον (Α) 1. αυτός που αποβλήθηκε 2. μάταιος, επιπόλαιος 3. απόβλητος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμον παιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἐκβόλιμος — thrown out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλιμον — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem acc sg ἐκβόλιμος thrown out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολίμοις — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλιμοι — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»